- ὁλοσφῡρήλατος
- ὁλο-σφῡρ-ήλατος, ganz mit dem Hammer getrieben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολοσφυρήλατος — ὁλοσφυρήλατος, ον (Α) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί καθ ολοκληρίαν, ο σφυρηλατημένος ολόκληρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφυρήλατος] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολόσφυρος — (I) ὁλόσφυρος, ον (ΑΜ) ολοσφυρήλατος* μσν. αυτός που αποτελεί μια συμπαγή ολότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφῦρα]. (II) ὁλόσφυρος, ον (Α) αυτός που έχει σφυρά, αστραγάλους οι οποίοι δεν έχουν αποσπαστεί μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφυρόν … Dictionary of Greek